- πάνσωμος
- -ον, ΜΑαυτός που ανήκει ή υπάρχει σε όλο το σώμα («ἐπενεγκόντες πληγὰς πανσώμους», Νικ. Χων.).επίρρ...πανσώμως ΜΑσε όλο το σώμααρχ.με όλο το σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. μεγαλό-σωμος].
Dictionary of Greek. 2013.